ὑψίγυιος

ὑψίγυιος
ὑψῐγυιος
1 high timbered

κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υψίγυιος — ον, Α (για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ γυιος] …   Dictionary of Greek

  • ὑψίγυιον — ὑψίγυιος high stemmed masc/fem acc sg ὑψίγυιος high stemmed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίγυια — ὑψίγυιος high stemmed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”